νεοανθρωπισμός

νεοανθρωπισμός
ο
(φιλοσ.) θεωρία η οποία πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τον 18ο αιώνα και έθετε ως βάση τού ανθρωπισμού όχι πλέον τη μίμηση τών κλασικών προτύπων αλλά τη νέα δημιουργική εργασία η οποία διαπνέεται από το πνεύμα τής κλασικής αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. αγγλ. neuhumanismus < neu- (< νε[ο]-*) + humanismus «ανθρωπισμός» < λατ. humanus < homo «άνθρωπος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοανθρωπιστικός — ή, ό [νεοανθρωπισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοανθρωπισμό ή αυτός που είναι χαρακτηριστικός τού νεοανθρωπισμού …   Dictionary of Greek

  • νεοουμανισμός — ο ο νεοανθρωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < neuhumanismus (< νε[ο] + humanismus < humanus < homo «άνθρωπος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”